Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Φλωρεντία — (Firenze). Πόλη (351.600 κάτ. το 2003) της Ιταλίας, στον Άρvo, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.192.193 κάτ., 3.880 τ. χλμ.) και της Τοσκάνης. Η Φ., ρωμαϊκό οχυρό που χτίστηκε στους πρόποδες του ετρουσκικού Φιέζολε, αναπτύχθηκε τον 11o αι.,… … Dictionary of Greek
Γκαλαπάγκος — (Galapagos). Αρχιπέλαγος (7.812 τ. χλμ., 18.900 κάτ. το 2002) του Ειρηνικού ωκεανού. Αποτελείται από 15 μεγάλα και πολυάριθμα μικρότερα νησιά, που περιλαμβάνονται στις επαρχίες του Ισημερινού και απέχουν από τις ακτές του περίπου 900 χλμ. Από το… … Dictionary of Greek
Ωκεανία — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται ολόκληρος ο νησιωτικός κόσμος που βρίσκεται στον Ειρηνικό ωκεανό, εκτείνεται προς Α των νησιωτικών συγκροτημάτων της ανατολικής Ασίας, της Νέας Γουινέας και της Αυστραλίας και προς Δ των νησιών του ανατολικού… … Dictionary of Greek
μελανησιακός — ή, ό [Μελανήσιος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μελανησία, μεγάλη συστάδα νήσων τής Ωκεανίας, ή στους Μελανησίους 2. φρ. «μελανησιακή γεωγραφική φυλή» ομάδα πληθυσμών που ζουν στη Νέα Γουινέα, στο Αρχιπέλαγος Λουισιάντ, στις νήσους… … Dictionary of Greek
Μελανησία — (Melanesia). Μία από τις τρεις μεγάλες γεωγραφικές και ανθρωπολογικές υποδιαιρέσεις της Ωκεανίας, μαζί με τη Μικρονησία και την Πολυνησία. Περιλαμβάνει τα εδάφη που εκτείνονται σε ακτίνα 5.600 χλμ. στο νοτιοδυτικό τεταρτημόριο του Ειρηνικού… … Dictionary of Greek
μουνδοπολυνησιακές γλώσσες — Λέγονται έτσι οι γλώσσες που ανήκουν στις γλωσσικές οικογένειες μούνδα χμερ και μαλαιοπολυνησιακή. Μιλιούνται από περίπου 80 εκατομμύρια ανθρώπους. Η άποψη ότι από τις δύο οικογένειες διαμορφώθηκε η μεγαλύτερη μουνδοπολυνησιακή ενότητα (γεγονός… … Dictionary of Greek
Οράν — (γαλλ. Oran, αραβ. Wahran). Πόλη (600000 κάτ.) της βορειοδυτικής Αλγερίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (16.538 τ. χλμ.). Βρίσκεται στη Μεσόγειο, στο βάθος ενός μυχού, του οποίου δεσπόζει το ανάγλυφο του Μουρτζάτζο. Αρχαίο αραβικό χωριό, ήταν… … Dictionary of Greek
Παταγονία — (Patagonia). Περιοχή της Νότιας Αμερικής, της οποίας αποτελεί το νοτιότερο τμήμα. Αρχικά το όνομα δινόταν σε όλο το νoτιοαμερικανικό έδαφος στα Ν του 38ου παραλλήλου είτε προς τα Δ είτε προς τα Α της Κορδιλιέρας των Άνδεων. Αργότερα όμως η… … Dictionary of Greek